- περισσόνοος
- περισσό-νοος, ον,A eminent for understanding, Opp.H.3.12, Nonn.D. 5.222.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περισσόνοον — περισσόνοος eminent for understanding masc/fem acc sg περισσόνοος eminent for understanding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσονόοιο — περισσόνοος eminent for understanding masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσονόοισι — περισσόνοος eminent for understanding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσονόου — περισσόνοος eminent for understanding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσονόων — περισσόνοος eminent for understanding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσονόῳ — περισσόνοος eminent for understanding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek